ζυγολούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζυγολούρι | τα | ζυγολούρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζυγολούρι | τα | ζυγολούρια |
κλητική | ζυγολούρι | ζυγολούρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζυγολούρι < μεσαιωνική ελληνική ζυγόλουρον < ζυγός + λουρί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζυγολούρι ουδέτερο
- (παρωχημένο) δερμάτινος ιμάντας για την προσάρτηση του αρότρου στον ζυγό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζυγολούρι
|