Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζευγόλουρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ζευγόλουρ
ο
τα
ζευγόλουρ
α
γενική
του
ζευγόλουρ
ου
των
ζευγόλουρ
ων
αιτιατική
το
ζευγόλουρ
ο
τα
ζευγόλουρ
α
κλητική
ζευγόλουρ
ο
ζευγόλουρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζευγόλουρο
<
ζεύγος
+
-ο-
+
λουρί
+
-ο
<
αρχαία ελληνική
ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζευγόλουρο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
λουρί
με το οποίο δένουν τα
βόδια
στον
ζυγό
Συνώνυμα
επεξεργασία
ζευκτήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζευγόλουρο