Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζουλάπι τα ζουλάπια
      γενική του ζουλαπιού των ζουλαπιών
    αιτιατική το ζουλάπι τα ζουλάπια
     κλητική ζουλάπι ζουλάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουλάπι < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική zulapi ή αλβανική zullap[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζουλάπι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) το άγριο ζώο
  2. (μεταφορικά) υποτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία