ζιφιός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζιφιός | οι | ζιφιοί |
γενική | του | ζιφιού | των | ζιφιών |
αιτιατική | τον | ζιφιό | τους | ζιφιούς |
κλητική | ζιφιέ | ζιφιοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζιφιός < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική ziphius < αρχαία ελληνική ξίφος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζιφιός αρσενικό
- (ιχθυολογία) (ζωολογία) είδος φάλαινας (Ziphius cavirostris)