↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζιπέλαιο τα ζιπέλαια
      γενική του ζιπέλαιου των ζιπέλαιων
    αιτιατική το ζιπέλαιο τα ζιπέλαια
     κλητική ζιπέλαιο ζιπέλαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζιπέλαιο < ζίπο + έλαιο < αγγλική zippo / Zippo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζιπέλαιο ουδέτερο

  • ζιπέλαιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία