ζερνεκαδές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζερνεκαδές < (άμεσο δάνειο) τουρκική zerin kadeh (zerrinkadeh) < περσική زرین قدح (zarīn-qadaḥ) < περσική زرین (zarīn, χρυσαφένιος) + αραβική قدح (qadaḥ, φλιτζάνι)