ζαχαρόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαχαρόμετρο | τα | ζαχαρόμετρα |
γενική | του | ζαχαρόμετρου & ζαχαρομέτρου |
των | ζαχαρόμετρων & ζαχαρομέτρων |
αιτιατική | το | ζαχαρόμετρο | τα | ζαχαρόμετρα |
κλητική | ζαχαρόμετρο | ζαχαρόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαχαρόμετρο < σακχαρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική saccharimètre[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική saccharimeter[1] < ελληνιστική κοινή σάκχαρις + μέτρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαχαρόμετρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) άλλη μορφή του σακχαρόμετρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαχαρόμετρο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 ζαχαρόμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)