Δείτε επίσης: Εὔκομος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὔκομος τὸ εὔκομον
      γενική τοῦ/τῆς εὐκόμου τοῦ εὐκόμου
      δοτική τῷ/τῇ εὐκόμ τῷ εὐκόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔκομον τὸ εὔκομον
     κλητική ! εὔκομε εὔκομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὔκομοι τὰ εὔκομ
      γενική τῶν εὐκόμων τῶν εὐκόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐκόμοις τοῖς εὐκόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐκόμους τὰ εὔκομ
     κλητική ! εὔκομοι εὔκομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐκόμω τὼ εὐκόμω
      γεν-δοτ τοῖν εὐκόμοιν τοῖν εὐκόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔκομος < εὔ- + -κομος. Αναλύεται σε εὖ και κόμη

  Επίθετο επεξεργασία

εὔκομος, -ος, -ον

  1. που έχει όμορφα μαλλιά
  2. (για ζώα) που έχει ωραίο τρίχωμα
  3. (για δέντρα) α) που έχει ωραίο φύλλωμα, β) καρποφόρος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κόμη

  Πηγές επεξεργασία