εὐσέβαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐσέβαστος | τὸ | εὐσέβαστον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐσεβάστου | τοῦ | εὐσεβάστου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐσεβάστῳ | τῷ | εὐσεβάστῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐσέβαστον | τὸ | εὐσέβαστον | ||
κλητική ὦ! | εὐσέβαστε | εὐσέβαστον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐσέβαστοι | τὰ | εὐσέβαστα | ||
γενική | τῶν | εὐσεβάστων | τῶν | εὐσεβάστων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐσεβάστοις | τοῖς | εὐσεβάστοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐσεβάστους | τὰ | εὐσέβαστα | ||
κλητική ὦ! | εὐσέβαστοι | εὐσέβαστα | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐσέβαστος < εὐ- + σεβαστός κατά το ἀξιοσέβαστος [1]
Επίθετο
επεξεργασίαεὐσέβαστος, -ος, -ον
- (καθαρεύουσα) αξιοσέβαστος, άξιος σεβασμού
Παράγωγα
επεξεργασία- εὐσεβάστως (επίρρημα ευσεβάστως)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευσεβάστως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 426, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- «εὐσέβαστος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .