εὐρύωψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εὐρύωψ | οἱ | εὐρύωπες |
γενική | τοῦ | εὐρύωπος | τῶν | εὐρυώπων |
δοτική | τῷ | εὐρύωπῐ | τοῖς | εὐρύωψῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | εὐρύωπᾰ | τοὺς | εὐρύωπᾰς |
κλητική ὦ! | εὐρύωψ | εὐρύωπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐρύωπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐρυώποιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐρύωψ < εὐρύ(ς) + ὤψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὐρύωψ αρσενικό
- που βλέπει μακρυά
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 883 (883-885)
- δή ῥα τότ᾽ ὤτρυνον βασιλευέμεν ἠδὲ ἀνάσσειν | Γαίης φραδμοσύνῃσιν Ὀλύμπιον εὐρύοπα Ζῆν | ἀθανάτων·
- παρότρυναν, με συμβουλές της Γης, τον Ολύμπιο Δία το μακρύβροντο | να βασιλέψει και να κυβερνήσει | τους αθάνατους.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr (ΣτΕ: η απόδοση της μετάφρασης είναι ποιητική αδεία και όχι κυριολεκτικά ακριβής)
- δή ῥα τότ᾽ ὤτρυνον βασιλευέμεν ἠδὲ ἀνάσσειν | Γαίης φραδμοσύνῃσιν Ὀλύμπιον εὐρύοπα Ζῆν | ἀθανάτων·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 883 (883-885)
Πηγές
επεξεργασία- εὐρύωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.