↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐδοξί αἱ εὐδοξίαι
      γενική τῆς εὐδοξίᾱς τῶν εὐδοξιῶν
      δοτική τῇ εὐδοξί ταῖς εὐδοξίαις
    αιτιατική τὴν εὐδοξίᾱν τὰς εὐδοξίᾱς
     κλητική ! εὐδοξί εὐδοξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐδοξί
γεν-δοτ τοῖν  εὐδοξίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐδοξία < (εὖ) εὐ- + δόξ(α) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐδοξία

  1. δόξα, καλή φήμη, τιμή, μεγαλείο
  2. επιδοκιμασία (του πλήθους)
  3. καλή κρίση