εἶρος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | εἶρος | εἴρει | εἴρη |
Γενική | εἴρους | εἰροῖν | εἰρῶν |
Δοτική | εἴρει | εἰροῖν | εἴρεσι(ν) |
Αιτιατική | εἶρος | εἴρει | εἴρη |
Κλητική | εἶρος | εἴρει | εἴρη |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εἶρος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εἶρος ουδέτερο