εψεσινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εψεσινός | η | εψεσινή | το | εψεσινό |
γενική | του | εψεσινού | της | εψεσινής | του | εψεσινού |
αιτιατική | τον | εψεσινό | την | εψεσινή | το | εψεσινό |
κλητική | εψεσινέ | εψεσινή | εψεσινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εψεσινοί | οι | εψεσινές | τα | εψεσινά |
γενική | των | εψεσινών | των | εψεσινών | των | εψεσινών |
αιτιατική | τους | εψεσινούς | τις | εψεσινές | τα | εψεσινά |
κλητική | εψεσινοί | εψεσινές | εψεσινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εψεσινός < μεσαιωνική ελληνική ὀψές και ἐψές < αρχαία ελληνική ὀψέ ("αργά το βράδυ" και "μετά από καιρό")
Επίθετο επεξεργασία
εψεσινός, ή, ό (και ψεσινός, ψεσινή, ψεσινό)
- (παρωχημένο) και (λαϊκότροπο) λέξη για το χτεσινός και ψεσινός
- → δείτε τη λέξη χτεσινός