Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφταπλός η εφταπλή το εφταπλό
      γενική του εφταπλού της εφταπλής του εφταπλού
    αιτιατική τον εφταπλό την εφταπλή το εφταπλό
     κλητική εφταπλέ εφταπλή εφταπλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφταπλοί οι εφταπλές τα εφταπλά
      γενική των εφταπλών των εφταπλών των εφταπλών
    αιτιατική τους εφταπλούς τις εφταπλές τα εφταπλά
     κλητική εφταπλοί εφταπλές εφταπλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφταπλός < (ελληνιστική κοινή) ἑπταπλοῦς, μορφολογικά αναλύεται εφτα- + -πλός

  Επίθετο επεξεργασία

εφταπλός, -ή, -ό

  1. πολλαπλασιαστικό αριθμητικό επίθετο
    1. που αποτελείται από εφτά όμοια τμήματα ή φάσεις
    2. που εμφανίζεται με εφτά διαφορετικές μορφές
  2. εφταπλάσιος