Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφορευτικός η εφορευτική το εφορευτικό
      γενική του εφορευτικού της εφορευτικής του εφορευτικού
    αιτιατική τον εφορευτικό την εφορευτική το εφορευτικό
     κλητική εφορευτικέ εφορευτική εφορευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφορευτικοί οι εφορευτικές τα εφορευτικά
      γενική των εφορευτικών των εφορευτικών των εφορευτικών
    αιτιατική τους εφορευτικούς τις εφορευτικές τα εφορευτικά
     κλητική εφορευτικοί εφορευτικές εφορευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφορευτικός < εφορεύ(ω) + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εφορευτικός

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη έφορος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία