Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφηβοφιλία οι εφηβοφιλίες
      γενική της εφηβοφιλίας των εφηβοφιλιών
    αιτιατική την εφηβοφιλία τις εφηβοφιλίες
     κλητική εφηβοφιλία εφηβοφιλίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφηβοφιλία (νεολογισμός) < έφηβ(ος) + -ο- + -φιλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφηβοφιλία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία