εφηβοφιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφηβοφιλία | οι | εφηβοφιλίες |
γενική | της | εφηβοφιλίας | των | εφηβοφιλιών |
αιτιατική | την | εφηβοφιλία | τις | εφηβοφιλίες |
κλητική | εφηβοφιλία | εφηβοφιλίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφηβοφιλία (νεολογισμός) < έφηβ(ος) + -ο- + -φιλία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφηβοφιλία θηλυκό
- (ψυχολογία) η ερωτική έλξη προς παιδιά εφηβικής ηλικίας
- ※ ...η εφηβοφιλία, η οποία αφορά κύρια ή αποκλειστική έλξη προς άτομα περιεφηβικής ηλικίας.. (Εξωοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση εις βάρος ανηλίκων: Η πρακτική χρησιμότητα του modus operandi στην προώθηση του πρωτογενούς τομέα πρόληψης. Διδακτορική διατριβή, Ηλιοπούλου Τριανταφυλλιά, Κόρινθος, Οκτώβριος 2016)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφηβοφιλία
|