εφετινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εφετινός | η | εφετινή | το | εφετινό |
γενική | του | εφετινού | της | εφετινής | του | εφετινού |
αιτιατική | τον | εφετινό | την | εφετινή | το | εφετινό |
κλητική | εφετινέ | εφετινή | εφετινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εφετινοί | οι | εφετινές | τα | εφετινά |
γενική | των | εφετινών | των | εφετινών | των | εφετινών |
αιτιατική | τους | εφετινούς | τις | εφετινές | τα | εφετινά |
κλητική | εφετινοί | εφετινές | εφετινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφετινός < ελληνιστική κοινή ἐφετινός
Επίθετο
επεξεργασίαεφετινός
- άλλη μορφή του φετινός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εφετινός
|