Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευχολόγιο τα ευχολόγια
      γενική του ευχολόγιου
ευχολογίου
των ευχολόγιων
ευχολογίων
    αιτιατική το ευχολόγιο τα ευχολόγια
     κλητική ευχολόγιο ευχολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευχολόγιο < μεσαιωνική ελληνική εὐχολόγιον < < ευχ(η) + -ο- + -λόγιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευχολόγιο ουδέτερο

  • λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το τελετουργικό τυπικό που ισχύει σε κάθε ακολουθία και τις ανάλογες ευχές. Διακρίνεται σε Μέγα Ευχολόγιο και Μικρό Ευχολόγιο ή «αγιασματάρι».
  • λόγια που εκφράζουν περισσότερο ευχές παρά μια ρεαλιστική βάση για τα πράγματα (συνήθως στον πληθυντικό)
μας είπε ευχολόγια, παρά βάσιμες προτάσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία