ευρυαγγεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vɾi.aŋˈɟi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρυαγγεία θηλυκό
- (ιατρική) (συνήθως στον πληθυντικό: ευρυαγγείες) διευρυμένα / διατεταμένα επιφανειακά αγγεία (φλέβες)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρυαγγεία
|