Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διατεταμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διατεταμέν
ος
η
διατεταμέν
η
το
διατεταμέν
ο
γενική
του
διατεταμέν
ου
της
διατεταμέν
ης
του
διατεταμέν
ου
αιτιατική
τον
διατεταμέν
ο
τη
διατεταμέν
η
το
διατεταμέν
ο
κλητική
διατεταμέν
ε
διατεταμέν
η
διατεταμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διατεταμέν
οι
οι
διατεταμέν
ες
τα
διατεταμέν
α
γενική
των
διατεταμέν
ων
των
διατεταμέν
ων
των
διατεταμέν
ων
αιτιατική
τους
διατεταμέν
ους
τις
διατεταμέν
ες
τα
διατεταμέν
α
κλητική
διατεταμέν
οι
διατεταμέν
ες
διατεταμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διατεταμένος
<
αρχαία ελληνική
διατεταμένος
,
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
διατείνω
<
διά
+
τείνω
Επίθετο
επεξεργασία
διατεταμένος
(
λόγιο
)
που έχει
διαταθεί
/
τεντωθεί
/
διασταλεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
διατείνω
,
διά
και
τείνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
διευρυμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διατεταμένος