↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατεταμένος η διατεταμένη το διατεταμένο
      γενική του διατεταμένου της διατεταμένης του διατεταμένου
    αιτιατική τον διατεταμένο τη διατεταμένη το διατεταμένο
     κλητική διατεταμένε διατεταμένη διατεταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατεταμένοι οι διατεταμένες τα διατεταμένα
      γενική των διατεταμένων των διατεταμένων των διατεταμένων
    αιτιατική τους διατεταμένους τις διατεταμένες τα διατεταμένα
     κλητική διατεταμένοι διατεταμένες διατεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατεταμένος < αρχαία ελληνική διατεταμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διατείνω < διά + τείνω

  Επίθετο

επεξεργασία

διατεταμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία