• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ευπεψία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : εὐπεψία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικά
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευπεψία οι ευπεψίες
      γενική της ευπεψίας των ευπεψιών
    αιτιατική την ευπεψία τις ευπεψίες
     κλητική ευπεψία ευπεψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευπεψία < αρχαία ελληνική εὐπεψία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευπεψία θηλυκό

  • (λόγιο) (σπάνιο) η εύκολη πέψη

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • χωνευτικότητα

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • δυσπεψία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • εύπεπτος
  • → δείτε τις λέξεις ευ και πέψη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ευπεψία
  • αρχαία ελληνικά : εὐπεψία
  • αγγλικά : digestibility (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ευπεψία&oldid=5474642"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 06:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 06:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας