ευμάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευμάθεια < αρχαία ελληνική εὐμάθεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευμάθεια θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευμάθεια
|
Δείτε επίσης : εὐμάθεια, εὐμαθία |
ευμάθεια θηλυκό
|