Δείτε επίσης: εὐδοκῶ, ευδοκιμώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευδοκώ < (ελληνιστική κοινήεὐδοκέω / εὐδοκῶ

ευδοκώ

  1. (λόγιο) εκφράζω τη θέλησή μου να πραγματοποιήσω κάτι, είμαι ευνοϊκός ή ευνοϊκά διακείμενος προς κάτι
     συνώνυμα: αποδέχομαι, ευαρεστούμαι, συγκατανεύω, συγκατατίθεμαι, συναινώ
     αντώνυμα: αρνούμαι, αποποιούμαι, απορρίπτω
  2. (ειρωνικό) συγκατανεύω καθυστερημένα, αργοπορώ να συναινέσω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία