• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ευδόκηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ευδοκίμηση

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευδόκηση οι ευδοκήσεις
      γενική της ευδόκησης* των ευδοκήσεων
    αιτιατική την ευδόκηση τις ευδοκήσεις
     κλητική ευδόκηση ευδοκήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευδοκήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ευδόκηση < (ελληνιστική κοινή) εὐδόκησις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ευδόκηση θηλυκό

  • (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ευδοκώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ευδόκηση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ευδόκηση&oldid=5474345"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 05:46

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 05:46.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie