ευδοκήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαευδοκήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευδοκώ
- θα ευδοκήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευδοκώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαευδοκήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευδόκηση