Δείτε επίσης: ἀποποιοῦμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποποιούμαι < ελληνιστική κοινή ἀποποιέομαι / ἀποποιοῦμαι < αρχαία ελληνική ποιέομαι / ποιοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ποιέω / ποιῶ

αποποιούμαι (αποθετικό)

  1. αρνούμαι ότι έχω ευθύνη για κάτι επιζήμιο που έγινε στο παρελθόν ή μπορεί να συμβεί στο μέλλον
  2. αρνούμαι ένα δικαίωμα, τίτλο, περιουσία κ.λπ.
    Στο άμεσο μέλλον, λοιπόν, χωρίς να αποποιούμαι καθόλου τα συγκεκριμένα έργα, σκέφτομαι να στραφώ σε λιγότερο άμεσα αναγνωρίσιμα πράγματα τα οποία έχουν σχέση με μια ποιητικότητα ανθεκτική στον χρόνο. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία