Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευαναγνωσιμότητα οι ευαναγνωσιμότητες
      γενική της ευαναγνωσιμότητας των ευαναγνωσιμοτήτων
    αιτιατική την ευαναγνωσιμότητα τις ευαναγνωσιμότητες
     κλητική ευαναγνωσιμότητα ευαναγνωσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευαναγνωσιμότητα < ευ- + αναγνωσιμότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική readability)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευαναγνωσιμότητα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία