Δείτε επίσης: Ἑσπερία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Εσπερία οι Εσπερίες
      γενική της Εσπερίας των Εσπεριών
    αιτιατική την Εσπερία τις Εσπερίες
     κλητική Εσπερία Εσπερίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εσπερία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἑσπερία εννοείται χθών (δυτική χώρα, δηλαδή η Ιταλία)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.speˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐σπε‐ρί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εσπερία θηλυκό

  1. (λόγιο, συχνά ειρωνικό) η Δύση, η Δυτική Ευρώπη
    τα φώτα εξ Εσπερίας
  2. γυναικείο όνομα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία