Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερυθροειδής η ερυθροειδής το ερυθροειδές
      γενική του ερυθροειδούς* της ερυθροειδούς του ερυθροειδούς
    αιτιατική τον ερυθροειδή την ερυθροειδή το ερυθροειδές
     κλητική ερυθροειδή(ς) ερυθροειδής ερυθροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερυθροειδείς οι ερυθροειδείς τα ερυθροειδή
      γενική των ερυθροειδών των ερυθροειδών των ερυθροειδών
    αιτιατική τους ερυθροειδείς τις ερυθροειδείς τα ερυθροειδή
     κλητική ερυθροειδείς ερυθροειδείς ερυθροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυθροειδής < αρχαία ελληνική ἐρυθροειδής

  Επίθετο επεξεργασία

ερυθροειδής, -ής, -ές

  • κοκκινωπός
    Το σώμα του άτυχου 19χρονου είχε μόνο ορισμένες εκχυμώσεις στον βραχίονα και «ερυθροειδείς εστίες» στην τραχηλική χώρα. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία