ερυθροειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ερυθροειδής | η | ερυθροειδής | το | ερυθροειδές |
γενική | του | ερυθροειδούς* | της | ερυθροειδούς | του | ερυθροειδούς |
αιτιατική | τον | ερυθροειδή | την | ερυθροειδή | το | ερυθροειδές |
κλητική | ερυθροειδή(ς) | ερυθροειδής | ερυθροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ερυθροειδείς | οι | ερυθροειδείς | τα | ερυθροειδή |
γενική | των | ερυθροειδών | των | ερυθροειδών | των | ερυθροειδών |
αιτιατική | τους | ερυθροειδείς | τις | ερυθροειδείς | τα | ερυθροειδή |
κλητική | ερυθροειδείς | ερυθροειδείς | ερυθροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερυθροειδής < αρχαία ελληνική ἐρυθροειδής
Επίθετο επεξεργασία
ερυθροειδής, -ής, -ές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερυθροειδής
|