ερυθραιμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερυθραιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική erythremia / erythraemia < αρχαία ελληνική ἐρυθρός + αἷμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερυθραιμία θηλυκό
- (ιατρική) κατάσταση του οργανισμού κατά την οποία παρατηρείται αυξημένος αιματοκρίτης ή αυξημένη αιμοσφαιρίνη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερυθραιμία