αιματοκρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααιματοκρίτης αρσενικό
- το ποσοστό του όγκου του αίματος το οποίο καταλαμβάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιματοκρίτης