Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερπετολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ερπετολογικ
ός
η
ερπετολογικ
ή
το
ερπετολογικ
ό
γενική
του
ερπετολογικ
ού
της
ερπετολογικ
ής
του
ερπετολογικ
ού
αιτιατική
τον
ερπετολογικ
ό
την
ερπετολογικ
ή
το
ερπετολογικ
ό
κλητική
ερπετολογικ
έ
ερπετολογικ
ή
ερπετολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ερπετολογικ
οί
οι
ερπετολογικ
ές
τα
ερπετολογικ
ά
γενική
των
ερπετολογικ
ών
των
ερπετολογικ
ών
των
ερπετολογικ
ών
αιτιατική
τους
ερπετολογικ
ούς
τις
ερπετολογικ
ές
τα
ερπετολογικ
ά
κλητική
ερπετολογικ
οί
ερπετολογικ
ές
ερπετολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερπετολογικός
<
ερπετολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ερπετολογικός, -ή, -ό
σχετικός με την
ερπετολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερπετολογικός