εργοφυσιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εργοφυσιολογία < έργο + -ο- + φυσιολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exercise physiology)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεργοφυσιολογία θηλυκό
- επιστήμη που μελετά τα αποτελέσματα της μυϊκής προσπάθειας, της φυσικής δραστηριότητας και της άσκησης στον οργανισμό ενός έμβιου όντος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εργοφυσιολογία