Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εργοβιογραφικός η εργοβιογραφική το εργοβιογραφικό
      γενική του εργοβιογραφικού της εργοβιογραφικής του εργοβιογραφικού
    αιτιατική τον εργοβιογραφικό την εργοβιογραφική το εργοβιογραφικό
     κλητική εργοβιογραφικέ εργοβιογραφική εργοβιογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εργοβιογραφικοί οι εργοβιογραφικές τα εργοβιογραφικά
      γενική των εργοβιογραφικών των εργοβιογραφικών των εργοβιογραφικών
    αιτιατική τους εργοβιογραφικούς τις εργοβιογραφικές τα εργοβιογραφικά
     κλητική εργοβιογραφικοί εργοβιογραφικές εργοβιογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργοβιογραφικός < εργοβιογραφία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εργοβιογραφικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • εργοβιογραφικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • εργοβιογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)