↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εργατόκρανο τα εργατόκρανα
      γενική του εργατόκρανου των εργατόκρανων
    αιτιατική το εργατόκρανο τα εργατόκρανα
     κλητική εργατόκρανο εργατόκρανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργατόκρανο < εργάτ(ης) + -ο- + αρχαίος αμάρτυρος τύπος *κρᾶνον > κρανίον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργατόκρανο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία