εργαλειοδοτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εργαλειοδοτήριο | τα | εργαλειοδοτήρια |
γενική | του | εργαλειοδοτήριου & εργαλειοδοτηρίου |
των | εργαλειοδοτήριων & εργαλειοδοτηρίων |
αιτιατική | το | εργαλειοδοτήριο | τα | εργαλειοδοτήρια |
κλητική | εργαλειοδοτήριο | εργαλειοδοτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εργαλειοδοτήριο (νεολογισμός) < εργαλείο + -ο- + δο- (δίδω) + -τήριο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική toolshop
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργαλειοδοτήριο ουδέτερο
- χώρος (σε εργοστάσιο, επιχείρηση κ.α.) όπου φυλάσσονται και δίνονται για χρήση (ή πωλούνται) διάφορα εργαλεία
- ※ Μετά το πέρας μιας σειράς παραγωγής, πρέπει να καθαριστούν τα εργαλεία και να συντηρηθούν, πριν επιστραφούν στο εργαλειοδοτήριο. (pdf oceanis.lib2)