Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επτακοσιοστός η επτακοσιοστή το επτακοσιοστό
      γενική του επτακοσιοστού της επτακοσιοστής του επτακοσιοστού
    αιτιατική τον επτακοσιοστό την επτακοσιοστή το επτακοσιοστό
     κλητική επτακοσιοστέ επτακοσιοστή επτακοσιοστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επτακοσιοστοί οι επτακοσιοστές τα επτακοσιοστά
      γενική των επτακοσιοστών των επτακοσιοστών των επτακοσιοστών
    αιτιατική τους επτακοσιοστούς τις επτακοσιοστές τα επτακοσιοστά
     κλητική επτακοσιοστοί επτακοσιοστές επτακοσιοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επτακοσιοστός < επτακόσια

  Επίθετο επεξεργασία

επτακοσιοστός, -ή, -ό και εφτακοσιοστός

  1. το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στον αριθμό επτακόσια
  2. ο ένας από τους επτακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία