Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφτακοσιοστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εφτακοσιοστ
ός
η
εφτακοσιοστ
ή
το
εφτακοσιοστ
ό
γενική
του
εφτακοσιοστ
ού
της
εφτακοσιοστ
ής
του
εφτακοσιοστ
ού
αιτιατική
τον
εφτακοσιοστ
ό
την
εφτακοσιοστ
ή
το
εφτακοσιοστ
ό
κλητική
εφτακοσιοστ
έ
εφτακοσιοστ
ή
εφτακοσιοστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εφτακοσιοστ
οί
οι
εφτακοσιοστ
ές
τα
εφτακοσιοστ
ά
γενική
των
εφτακοσιοστ
ών
των
εφτακοσιοστ
ών
των
εφτακοσιοστ
ών
αιτιατική
τους
εφτακοσιοστ
ούς
τις
εφτακοσιοστ
ές
τα
εφτακοσιοστ
ά
κλητική
εφτακοσιοστ
οί
εφτακοσιοστ
ές
εφτακοσιοστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφτακοσιοστός
<
εφτακόσια
Επίθετο
επεξεργασία
εφτακοσιοστός, -ή, -ό
→
δείτε
τη λέξη
επτακοσιοστός