↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφτακοσιοστός η εφτακοσιοστή το εφτακοσιοστό
      γενική του εφτακοσιοστού της εφτακοσιοστής του εφτακοσιοστού
    αιτιατική τον εφτακοσιοστό την εφτακοσιοστή το εφτακοσιοστό
     κλητική εφτακοσιοστέ εφτακοσιοστή εφτακοσιοστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφτακοσιοστοί οι εφτακοσιοστές τα εφτακοσιοστά
      γενική των εφτακοσιοστών των εφτακοσιοστών των εφτακοσιοστών
    αιτιατική τους εφτακοσιοστούς τις εφτακοσιοστές τα εφτακοσιοστά
     κλητική εφτακοσιοστοί εφτακοσιοστές εφτακοσιοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφτακοσιοστός < εφτακόσια

  Επίθετο

επεξεργασία

εφτακοσιοστός, -ή, -ό

→ δείτε τη λέξη επτακοσιοστός