Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτρεπτικός η επιτρεπτική το επιτρεπτικό
      γενική του επιτρεπτικού της επιτρεπτικής του επιτρεπτικού
    αιτιατική τον επιτρεπτικό την επιτρεπτική το επιτρεπτικό
     κλητική επιτρεπτικέ επιτρεπτική επιτρεπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτρεπτικοί οι επιτρεπτικές τα επιτρεπτικά
      γενική των επιτρεπτικών των επιτρεπτικών των επιτρεπτικών
    αιτιατική τους επιτρεπτικούς τις επιτρεπτικές τα επιτρεπτικά
     κλητική επιτρεπτικοί επιτρεπτικές επιτρεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτρεπτικός < ελληνιστική κοινή ἐπιτρεπτικός < αρχαία ελληνική ἐπιτρέπω

  Επίθετο επεξεργασία

επιτρεπτικός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία