επιτολή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιτολή | οι | επιτολές |
γενική | της | επιτολής | των | επιτολών |
αιτιατική | την | επιτολή | τις | επιτολές |
κλητική | επιτολή | επιτολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιτολή < αρχαία ελληνική ἐπιτολή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιτολή θηλυκό
- (αστρονομία) (λόγιο) η εμφάνιση / ανατολή άστρου, αστερισμού κ.λπ. στον ορίζοντα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιτολή