Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικαιροποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επικαιροποιημέν
ος
η
επικαιροποιημέν
η
το
επικαιροποιημέν
ο
γενική
του
επικαιροποιημέν
ου
της
επικαιροποιημέν
ης
του
επικαιροποιημέν
ου
αιτιατική
τον
επικαιροποιημέν
ο
την
επικαιροποιημέν
η
το
επικαιροποιημέν
ο
κλητική
επικαιροποιημέν
ε
επικαιροποιημέν
η
επικαιροποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επικαιροποιημέν
οι
οι
επικαιροποιημέν
ες
τα
επικαιροποιημέν
α
γενική
των
επικαιροποιημέν
ων
των
επικαιροποιημέν
ων
των
επικαιροποιημέν
ων
αιτιατική
τους
επικαιροποιημέν
ους
τις
επικαιροποιημέν
ες
τα
επικαιροποιημέν
α
κλητική
επικαιροποιημέν
οι
επικαιροποιημέν
ες
επικαιροποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επικαιροποιημένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
επικαιροποιημένος, -η, -ο
(
νεολογισμός
) που έχει
επικαιροποιηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επικαιροποιημένος
γαλλικά
:
mis
(fr)
á jour
(fr)