Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικαθήμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επικαθήμεν
ος
η
επικαθήμεν
η
το
επικαθήμεν
ο
γενική
του
επικαθήμεν
ου
της
επικαθήμεν
ης
του
επικαθήμεν
ου
αιτιατική
τον
επικαθήμεν
ο
την
επικαθήμεν
η
το
επικαθήμεν
ο
κλητική
επικαθήμεν
ε
επικαθήμεν
η
επικαθήμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επικαθήμεν
οι
οι
επικαθήμεν
ες
τα
επικαθήμεν
α
γενική
των
επικαθήμεν
ων
των
επικαθήμεν
ων
των
επικαθήμεν
ων
αιτιατική
τους
επικαθήμεν
ους
τις
επικαθήμεν
ες
τα
επικαθήμεν
α
κλητική
επικαθήμεν
οι
επικαθήμεν
ες
επικαθήμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επικαθήμενος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
επικάθημαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επικαθήμενος