επιθαλάμιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιθαλάμιος < ελληνιστική κοινή ἐπιθᾰλᾰ́μιος
Επίθετο
επεξεργασίαεπιθαλάμιος
- που έχει σχέση με το επιθαλάμιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία- επιθαλάμιο
- → δείτε τις λέξεις επί και θάλαμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιθαλάμιος
|