Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επεξηγητικός η επεξηγητική το επεξηγητικό
      γενική του επεξηγητικού της επεξηγητικής του επεξηγητικού
    αιτιατική τον επεξηγητικό την επεξηγητική το επεξηγητικό
     κλητική επεξηγητικέ επεξηγητική επεξηγητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επεξηγητικοί οι επεξηγητικές τα επεξηγητικά
      γενική των επεξηγητικών των επεξηγητικών των επεξηγητικών
    αιτιατική τους επεξηγητικούς τις επεξηγητικές τα επεξηγητικά
     κλητική επεξηγητικοί επεξηγητικές επεξηγητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επεξηγητικός < επεξήγηση

  Επίθετο επεξεργασία

επεξηγητικός

  • αυτός που επεξηγεί ή διασηφηνίζει κάτι.

  Μεταφράσεις επεξεργασία