Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επεξηγητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επεξηγητικ
ός
η
επεξηγητικ
ή
το
επεξηγητικ
ό
γενική
του
επεξηγητικ
ού
της
επεξηγητικ
ής
του
επεξηγητικ
ού
αιτιατική
τον
επεξηγητικ
ό
την
επεξηγητικ
ή
το
επεξηγητικ
ό
κλητική
επεξηγητικ
έ
επεξηγητικ
ή
επεξηγητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επεξηγητικ
οί
οι
επεξηγητικ
ές
τα
επεξηγητικ
ά
γενική
των
επεξηγητικ
ών
των
επεξηγητικ
ών
των
επεξηγητικ
ών
αιτιατική
τους
επεξηγητικ
ούς
τις
επεξηγητικ
ές
τα
επεξηγητικ
ά
κλητική
επεξηγητικ
οί
επεξηγητικ
ές
επεξηγητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επεξηγητικός
<
επεξήγηση
Επίθετο
επεξεργασία
επεξηγητικός
αυτός που επεξηγεί ή διασηφηνίζει κάτι.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επεξηγητικός
γαλλικά
:
explicatif
(fr)