↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επεξήγηση οι επεξηγήσεις
      γενική της επεξήγησης* των επεξηγήσεων
    αιτιατική την επεξήγηση τις επεξηγήσεις
     κλητική επεξήγηση επεξηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επεξηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επεξήγηση < επεξηγώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επεξήγηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του επεξηγώ, η παροχή πρόσθετων πληροφοριών και εξηγήσεων που διευκρινίζουν τη σημασία μιας φράσης δυσνόητης ή ασαφούς
  2. (γραμματική) ομοιόπτωτος προσδιορισμός που ακολουθεί το προσδιοριζόμενο και το επεξηγεί· μπορεί να εισάγεται με το δηλαδή, καθώς επίσης να είναι δευτερεύουσα πρόταση
    στη φράση "ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος" το ουσιαστικό Αλέξανδρος αποτελεί επεξήγηση στην ονοματική φράση "ο βασιλιάς της Μακεδονίας".
    στη φράση "ένα μόνο σου ζήτησα, να προσέχεις" η δευτερεύουσα πρόταση "να προσέχεις" αποτελεί επεξήγηση στη λέξη "ένα".

  Μεταφράσεις

επεξεργασία