επεξήγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επεξήγηση | οι | επεξηγήσεις |
γενική | της | επεξήγησης* | των | επεξηγήσεων |
αιτιατική | την | επεξήγηση | τις | επεξηγήσεις |
κλητική | επεξήγηση | επεξηγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επεξηγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επεξήγηση < επεξηγώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπεξήγηση θηλυκό
- η ενέργεια του επεξηγώ, η παροχή πρόσθετων πληροφοριών και εξηγήσεων που διευκρινίζουν τη σημασία μιας φράσης δυσνόητης ή ασαφούς
- (γραμματική) ομοιόπτωτος προσδιορισμός που ακολουθεί το προσδιοριζόμενο και το επεξηγεί· μπορεί να εισάγεται με το δηλαδή, καθώς επίσης να είναι δευτερεύουσα πρόταση
- στη φράση "ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος" το ουσιαστικό Αλέξανδρος αποτελεί επεξήγηση στην ονοματική φράση "ο βασιλιάς της Μακεδονίας".
- στη φράση "ένα μόνο σου ζήτησα, να προσέχεις" η δευτερεύουσα πρόταση "να προσέχεις" αποτελεί επεξήγηση στη λέξη "ένα".
Μεταφράσεις
επεξεργασία επεξήγηση