επαναλογισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαναλογισμός αρσενικό
- (σπάνιο) (λόγιο) ο εκ νέου προβληματισμός για κάποιο θέμα, η (φιλοσοφική) επανεκτίμηση ή αναθεώρησή του
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναλογισμός
|