επίπλους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επίπλους | οι | επίπλοι |
γενική | του | επίπλου | των | επίπλων |
αιτιατική | τον | επίπλου & επίπλουν |
τους | επίπλους |
κλητική | επίπλου | επίπλοι | ||
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπλους < ἐπί + πλοῦς. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + πλους
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίπλους αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίπλους
|