επίκανθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επίκανθος | οι | επίκανθοι |
γενική | του | επίκανθου & επικάνθου |
των | επίκανθων & επικάνθων |
αιτιατική | τον | επίκανθο | τους | επίκανθους & επικάνθους |
κλητική | επίκανθε | επίκανθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίκανθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡ ἐπικανθίς (και ἐγκανθίς) με τροπή σε αρσενικό + -ος. Αναλύεται σε επί- + κανθός. Δεν συνδέεται με το ἄκανθα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.kan.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐καν‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίκανθος αρσενικό
- (ανατομία) δερματική πτυχή στον κανθό, στην εσωτερική γωνία του ματιού που είναι κοντά στη μύτη
- ⮡ ο επίκανθος είναι συνηθισμένος στα μάτια των Ασιατών, αλλά πολύ σπάνιος στα πρόσωπα των Ευρωπαίων
- ≈ συνώνυμα: μογγολοειδής πτυχή (παρωχημένο, αδόκιμο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίκανθος
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .