Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξώδερμα τα εξωδέρματα
      γενική του εξωδέρματος των εξωδερμάτων
    αιτιατική το εξώδερμα τα εξωδέρματα
     κλητική εξώδερμα εξωδέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξώδερμα < πρόθημα εξω- + ουσιαστικό δέρμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξώδερμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία