Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωτικός η εξωτική το εξωτικό
      γενική του εξωτικού της εξωτικής του εξωτικού
    αιτιατική τον εξωτικό την εξωτική το εξωτικό
     κλητική εξωτικέ εξωτική εξωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωτικοί οι εξωτικές τα εξωτικά
      γενική των εξωτικών των εξωτικών των εξωτικών
    αιτιατική τους εξωτικούς τις εξωτικές τα εξωτικά
     κλητική εξωτικοί εξωτικές εξωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωτικός < γαλλική exotique < ελληνιστική ἐξωτικός (από άλλη οικογένεια)

  Επίθετο επεξεργασία

εξωτικός, -ή, -ό

  1. η μακρινή χώρα
  2. που προέρχεται από μακρινή χώρα / ασυνήθιστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία